- ζωομορφισμός
- οπαράσταση του θεού ή των θεών με μορφή ζώου: Ο ζωομορφισμός ήταν βασικό στοιχείο στη θρησκεία των αρχαίων Αιγυπτίων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζωομορφισμός — ο 1. θρησκευτική δοξασία κατά την οποία το θείο νοείται και λατρεύεται υπό μορφή ζώου 2. η παρουσίαση ή απεικόνιση κάποιου με μορφή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoomorphism < zoo (πρβλ. ζω(ο) [ΙΙ]*) + morph ism (πρβλ. μορφ ισμός)] … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωομορφιστής — ο [ζωομορφισμός] ο οπαδός τού ζωομορφισμού … Dictionary of Greek